- Χαρώνιος
- Χαρώνιοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρώνιος — α, ο / χαρώνιος, ον, ΝΜΑ, και χαρώνειος, ον, ΜΑ, και τ. πληθ. ουδ. χαρωνήϊα Α [Χάρων, ωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χάρωνα, τον πορθμέα τού Άδη αρχ. φρ. 1. «χαρώνειος θύρα» ή, απλώς, «τὸ χαρώνειον» πόρτα μέσω τής οποίας κατέβαιναν οι… … Dictionary of Greek
Χαρώνιον — Χαρώνιος of masc/fem acc sg Χαρώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρωνίοις — Χαρώνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρωνίων — Χαρώνιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρώνια — Χαρώνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρώνιοι — Χαρώνιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)